- χοινικίς
- και σχοινικίς, -ίδος, ἡ, Α1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.)3. είδος ποδοκάκκης4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα θύρας5. (στους καταπέλτες) το τμήμα τού άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές6. είδος χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων χειρουργία τοῑς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)7. σπήλαιο σε βραχώδη ακτή («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας τινάς ὡσανεὶ βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῡσι χοινικίδας», Στράβ.)8. στον πληθ. αἱ χοινικίδεςοι αρθρώσεις τών ποδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + κατάλ. -ις(πρβλ. πινακ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.